-
1 ἀκτίς
ἀκτίς, ῖνος, ἡ (entstanden aus ἈΚΤΊΝΣ; es wird auch ein nom. ἀκτίν angenommen), der Strahl, Sonnenstrahl (von ἀκή; der Sonnenstrahl wird als Pfeil gedacht); Hom. viermal, im dat. plur., Iliad. 10, 547 weiße Pferde αἰνῶς ἀκτίνεσσιν ἐοικότες ἠελίοιο, Od. 11, 1 6 οὐδέ ποτ' αὐτοὺς ἠέλιος φαέϑων καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν, 5, 479. 19, 441 οὔτε ποτ' (μιν) ἠέλιος φαέϑων ἀκτῖσιν ἔβαλλεν; – ἠελίοιο immer Aesch., z. B. Ag. 662; ohne diesen Zusatz Soph. ϑερμὴ ἀκτ. Tr. 685, ἡλιῶτις 694; ἀνὰ μέσαν ἀκτῖνα, von der Himmelsgegend, O. C. 1250; Sp. Sonnenschein im Gegensatz von σκιά, Ael. V. H. 3, 1. Vom Blitzstrahle, Διὸς ἀκτ. Soph. Tr. 1076; στεροπᾶς Pind. P. 4, 198; vgl. Ap. Rh. 1, 731 und Luc. Tim. 10; übh. Glanz, Schimmer, ἐργμἀτων καλῶν ἀκτίς, Thatenglanz, Pind. I. 3, 60; ἀγώνων Ὀλυμπικῶν P. 11, 48. – Bei Ant. Th. 39 (IX, 418) Speichen des Rades.
См. также в других словарях:
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek